- μανδρί
- μανδρί, τὸ (Μ)βλ. μαντρί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θορικός — Αρχαίος δήμος της Αττικής στη Λαυρεωτική. Περιλάμβανε την πεδιάδα του Θ., τον λόφο Βελλατούρι και τη χερσόνησο του Αγίου Νικολάου, με τα δύο λιμάνια, το Φραγκολίμανο (Βρυσάκι) στα Β και το Πόρτο Μανδρί στα Ν. Τα λιμάνια του Θ. χρησιμοποιούνταν… … Dictionary of Greek
μαντρί — το (Μ μανδρί και μαντρί) [μάντρα] περιφραγμένος τόπος για σταβλισμό κτηνών, στάνη, ποιμνιοστάσιο μσν. 1. κοπάδι, ποίμνιο 2. οι πιστοί, ομάδα πιστών 3. ναός … Dictionary of Greek
Αττική — I Ιστορική, διοικητική και γεωγραφική περιοχή (3.808 τ. χλμ., 3.761.810 κάτ.), το νοτιοανατολικό άκρο της Στερεάς Ελλάδας, από την οποία τη χωρίζουν ο Κιθαιρώνας (1.409 μ.) και η Πάρνηθα (1.413 μ.). Από τη γραμμή αυτή των δύο βουνών (μήκους 40… … Dictionary of Greek